- ὑποδυσχεραίνω
- ὑποδυσχεραίνω,A = ὑποδυσφορέω, Plu.2.711c, Aristid.Or.50(26).62, 51(27).65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδυσχεραίνω — Α δυσανασχετώ κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δυσχεραίνω «δυσανασχετώ, αισθάνομαι δυσαρέσκεια»] … Dictionary of Greek